- διφωσγένιο
- (diphosgene). Χημική ουσία του τύπου ClCOOC Cl3 (χλωρανθρακικός τριχλωρομεθυλεστέρας). Είναι ελαιώδες, άχρωμο υγρό, του οποίου οι ατμοί προσβάλλουν έντονα τους πνεύμονες και τα μάτια. Έχει σημείο τήξης –57°C και βρασμού 128°C, διαλύεται εύκολα σε οργανικούς διαλύτες, αλλά ελάχιστα στο νερό. To δ. είναι ισχυρό ασφυξιογόνο και πολύ διαβρωτικό υλικό. Χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό δηλητήριο κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ονομάζεται και υπερπαλίτης.
Dictionary of Greek. 2013.